- ομπρελάς
- και ομβρελλάς, ο [ομπρέλα]κατασκευαστής ή πωλητής ομπρελών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομπρελάς — ο αυτός που κατασκευάζει ή διορθώνει ή πουλάει ομπρέλες, αλλ. ομπρελοποιός, ομπρελοπώλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
δαχτυλήθρα — η (Α δακτυλήθρα) νεοελλ. 1. μικρή στεφάνη, μεταλλική ή οστέινη, που εφαρμόζεται στην ακρινή φάλαγγα τού μεσαίου δαχτύλου τού χεριού και με την οποία σπρώχνεται η βελόνα στο ράψιμο 2. κάθε κάλυμμα τού δαχτύλου, δερμάτινο ή από άλλη ύλη, που… … Dictionary of Greek
δαχτυλίδωμα — το [δαχτυλιδώνώ] 1. η τοποθέτηση μεταλλικού κυλίνδρου σε λαβή ομπρέλας, άκρο μπαστουνιού κ.λπ. 2. η τοποθέτηση δακτυλιόλιθου σε δαχτυλίδι … Dictionary of Greek
μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) … Dictionary of Greek
μανιτάρι — το 1. ο ορατός ομπρελοειδούς σχήματος καρποφόρος ορισμένων μυκήτων, τυπικά τής τάξης αγαρικώδη, αλλά και ορισμένων άλλων ομάδων 2. (γενικά) κάθε εδώδιμος καρποφόρος 3. ναυτ. άγκυρα χωρίς βραχίονες η οποία έχει σχήμα μανιταριού ή ανοιχτής ομπρέλας … Dictionary of Greek
ομβρελάς — ο βλ. ομπρελάς … Dictionary of Greek
πίτυς — ος, η, ΝΜΑ 1. είδος πεύκου γνωστό και ως κουκουναριά ή στοφιλιά ή ήμερο πεύκο, ψηλό δέντρο που από νεαρή ηλικία παίρνει χαρακτηριστικό σχήμα ομπρέλας, που τό διακρίνει από τα άλλα ελληνικά πεύκα 2. φρ. «χαλέπειος πίτυς» είδος δέντρου εξαιρετικά… … Dictionary of Greek
πεύκο — Κοινή ονομασία κωνοφόρων δέντρων που ανήκουν στο βοτανικό γένοςπίνος. Το γένος αυτό εμφανίστηκε κατά τη μεσολιθική περίοδο και διαδόθηκε περισσότερο κατά το κρητιδικό. Στην Ελλάδα σχημάτιζε εκτεταμένα δάση κατά το μειόκαινο. Η ευρεία διάδοση των… … Dictionary of Greek
προσαρμογή — Ιδιότητα κάθε είδους ζωντανού οργανισμού να έχει διάρθρωση, όργανα και λειτουργίες αντίστοιχα προς το περιβάλλον στο οποίο ζει. Η π. είναι ιδιαίτερα εμφανής στις περιπτώσεις του περιβάλλοντος και των τρόπων ειδικής ζωής· π.χ. τα ζώα που ζουν στο… … Dictionary of Greek